- κατάραχα
- και κατάρραχαεπίρρ. στη ράχη τού βουνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ράχη + επιρρμ. κατάλ. -α].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάραχα — επίρρ., πάνω στη ράχη του βουνού, κατάκορφα: Τα γίδια έβοσκαν κατάραχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάρραχα — επίρρ. βλ. κατάραχα … Dictionary of Greek
καταρραχής — και καταρραχίς επίρρ. κατάραχα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ράχη + επιρρμ. κατάλ. ης / ις, (πρβλ. καταγ ής, ολο νυκτ ίς)] … Dictionary of Greek
ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου … Dictionary of Greek